κλεφτοτόπι

κλεφτοτόπι
το , κλεφτότοπος ο разбойничье гнездо; воровской притон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κλεφτοτόπι" в других словарях:

  • κλεφτότοπος — ο, και κλεφτοτόπι, το 1. (επί τουρκοκρατίας) τόπος κατάλληλος για διαμονή κλεφτών 2. δυσπρόσιτος, απόκρημνος τόπος 3. τόπος στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, κυρίως να ενεργούν ζωοκλοπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + τόπος (< τόπος),… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»